Γιανίτσαροι και Μπούλες στη Νάουσα

Μπούλες 

ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΙΝΑΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣΜΕ ΖΟΥΡΝΑΤΖΗΔΕΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΨΑΘΑ 

Τάκης Μπάϊτσης 

ΝΑΟΥΣΑ

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή 

Ο χώρος, στον οποίο βρίσκεται η σημερινή Νάουσα, κατοικήθηκε από την αρχαία εποχή. Τα εύφορα εδάφη και η αφθονία των νερών προσέφεραν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν οικισμοί και πόλεις, όπως οι Μακεδονικές Αιγές, η Μίεζα και το Κίτιο, που οι μελετητές τοποθετούν σε περιοχές γειτονικές με αυτή της Νάουσας.

Παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής θεωρούνται οι Βρύγες – ονομάστηκαν Φρύγες όταν μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία – από τους οποίους θεωρείται ότι οι Μακεδόνες πήραν κάποια πολιτισμικά στοιχεία, όπως είναι η λατρεία του Ορφέα Οίαγρου.

Στη βυζαντινή περίοδο φαίνεται ότι η πόλη βρισκόταν στη θέση που σήμερα ονομάζεται Παλιονιάουστα.

Αργότερα, το 1361 σύμφωνα με την παράδοση, ο Γαζή Εβρενός προέτρεψε τους κατοίκους της Παλιονιάουστας να συνοικίσουν τη σημερινή πόλη, που τότε πήρε το όνομα Αγοστός ή Νιάουστα – Νάουσα. Στην ίδρυση της πόλης ο Γαζή Εβρενός «συνεργάστηκε» με τον σύγχρονό του Δοχειαρίτη μοναχό Όσιο Θεοφάνη. Ο Όσιος, και μετέπειτα πολιούχος της Νάουσας, στήριξε το θρησκευτικό φρόνημα του λαού.

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Νάουσα ήταν υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (της βασιλομήτορος) και, τουλάχιστον ως το τέλος του 18ου αιώνα, η ζωή σ’αυτήν ήταν ειρηνική. Οι κάτοικοί της, φιλοπρόοδοι και εργατικοί, καλλιεργούσαν τον αραβόσιτο και την άμπελο, από την οποία παρασκεύαζαν περίφημο κρασί. Μέχρι και σήμερα λέγεται η φράση «κρασί σαν της Νιάουστας το φέρουν’ς το μανδήλι». Παράλληλα όμως ασχολούνταν με το εμπόριο και με τέχνες, όπως είναι η υφαντική, η οπλοποιία, η μαχαιροποιία, η ξυλογλυπτική και η βαφική. Αναφέρεται ότι ως το 1822, οπότε η πόλη καταστράφηκε από τους Τούρκους, υπήρχαν σαράντα περίπου μικρές βιοτεχνίες που τα προϊόντα τους έφταναν μέχρι την Οδησσό, τη Μόσχα, τη Βιέννη, την Πέστη και τη Λειψία.

Όμως και η ίδια η πόλη την περίοδο αυτή εξωραΐζεται. Κατοικίες της λεγόμενης μακεδονικής αρχιτεκτονικής, εκκλησίες με περίτεχνα ξυλόγλυπτα (Άγιος Γεώργιος), δημόσια κτίρια, όπως τα Εκπαιδευτήρια που είχαν και αξιόλογη συλλογή χειρογράφων, δήλωναν την οικονομική, κοινωνική και πνευματική ευμάρεια της πόλης.

Στο ανθηρό αυτό περιβάλλον, που συνετέλεσε στο να θεωρηθεί η Νάουσα «ελευθέρα μητρόπολις των χριστιανών της εντεύθεν του Αξιού Μακεδονίας», κινήθηκαν και επιτόπιοι λόγιοι, όπως ο Θεοφάνης ο Ναουσαίος (μέσα του 18ου αι.) και ο Αναστάσιος Μιχαήλ (τέλη του 17ου-αρχές του 18ου αι.). Ο τελευταίος μάλιστα χρημάτισε και μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου.

Η κατάσταση αυτή διήρκεσε περίπου ως τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε την πόλη κατέλαβε ο Αλή Πασάς για οκτώ περίπου χρόνια (1804-1812).

Η ολοκληρωτική καταστροφή ήρθε λίγα χρόνια αργότερα. Η συμμετοχή των Ναουσαίων στην Επανάσταση του 1821 προκάλεσε την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος κυριολεκτικά την ξεθεμελίωσε τον Απρίλιο του 1822.

Η ζωή στην πόλη άρχισε πάλι να λειτουργεί, δειλά στην αρχή, περισσότερο συγκροτημένα αργότερα, και το 1832 απαντώνται ήδη οι πρώτες μαρτυρίες για την ανέγερση εκκλησιών. Ως το 1875, οπότε στην πόλη εμφανίστηκε η πρώτη οργανωμένη βιομηχανία (κλωστοϋφαντουργία Γ. Κύρτση, Ι. Τουρπάλη, Δ. Λόγγου), η Νάουσα «αναρρώνει» και κλιμακωτά φτάνει και πάλι σε ακμή. Οι κάτοικοί της ασχολούνται με τη σηροτροφία, την αμπελουργία και οι εμπορικές τους επαφές για άλλη μια φορά ξεπερνούν τα ελλαδικά όρια και φτάνουν ως την Αίγυπτο και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Το 1842 στην πόλη εγκαθίσταται και ο αγιογράφος Ματθαίος Ιωάννου, πατέρας του επίσης αγιογράφου Χριστόδουλου Ματθαίου και ιδιοκτήτη του ομώνυμου κυλινδρόμυλου.

Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα βρίσκουν τη Νάουσα στην πρωτοπορία, όσον αφορά στο χώρο της βιομηχανίας.

Συγχρόνως λόγω των εμπορικών σχέσεων και προσωπικών γνωριμιών των κατοίκων της με όλο τον τότε γνωστό κόσμο, στέκεται επικεφαλής στον Μακεδονικό Αγώνα και σε όλους τους μετέπειτα εθνικούς αγώνες.

Η βιομηχανία της Νάουσας αποτέλεσε για την περίοδο από τον περασμένο αιώνα μέχρι και το μεσοπόλεμο ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τη συμμετοχή Ναουσαίων και ανθρώπων από όλη την Ελλάδα, δημιουργήθηκε, μεγαλούργησε, μεσουράνησε και χάθηκε ανεπιστρεπτί. Αυτή τη βιομηχανία την έστησαν άνθρωποι πλούσιοι που διέθεσαν κεφάλαια, οράματα, μόρφωση, αλλά και άνθρωποι φτωχοί, που διέθεσαν τον εαυτό τους στους χώρους της δουλειάς, αψηφώντας παντελώς τους κινδύνους ακόμη και για την ίδια τους τη ζωή. Όλοι αυτοί οι επώνυμοι και ανώνυμοι δουλευτές της πατρίδας μας, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, κατάφεραν και στόλισαν τη μικρή μας πόλη με ότι καλύτερο υπήρχε στην Ευρώπη. Όλα τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα νοσοκομεία, το στάδιο και τόσα άλλα ακόμη είναι καρπός της πετυχημένες βιομηχανικής ανάπτυξης και της αγάπης των παιδιών της Νάουσας γι’αυτήν.

Για τις θυσίες και τη συμμετοχή της στην Επανάσταση του 1821, για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία του Έθνους, χαρακτηρίστηκε το 1955 από την Πολιτεία, ως «Ηρωική πόλη της Ελλάδας».

 Από το βιβλίο του Τάκη Μπάιτση «Νάουσα. Οι βιομηχανίες του χθές», Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθίας, Βέροια 1997, σελ.17,21 


Λευτέρης Δρανδάκης 

Μπούλες

Ένα πολυσήμαντο οργανωμένο θέαμα στη Νάουσα Ημαθίας 

Αποκριές. Μια ανατρεπτική, σε σχέση με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, περίοδος. Όλα θέλει ο λαός να τα ανατρέψει, να τα αναποδογυρίσει και παράλληλα να τα σατιρίσει. Η αθυροστομία γίνεται κανόνας για μερικές μέρες εκεί, όπου τον υπόλοιπο χρόνο κάθε σεξουαλικό υπονοούμενο είναι τουλάχιστον απαράδεκτο. Την ίδια περίοδο π.χ. η σάτιρα των παπάδων και των εκκλησιαστικών τροπαρίων γίνεται κανονική σάτιρα, η ευπρεπής εμφάνιση (από απόψεως ενδυμάτων) εξαφανίζεται με κάθε λογής αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις και γενικά επιδιώκεται μια ανατροπή των πάντων. Μέσα στη γενικότερη ανατρεπτική αταξία των εθίμων των εβδομάδων της Αποκριάς υπάρχουν μερικά έθιμα που σχεδόν εκπλήσσουν με την τυποποιημένη εθιμικής τους ευπρέπεια, την πειθαρχημένη συμμετοχή των τελεστών και την απαράμιλλη αισθητική τους, την ίδια στιγμή που οι πάντες επιδιώκουν ακριβώς το αντίθετο.

Τέτοιο έθιμο, ίσως το λαμπρότερο παράδειγμα του ελλαδικού χώρου, είναι το έθιμο της Μπούλας στη Νάουσα Ημαθίας. Οι Μπούλες ή οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες είναι τα συνήθη ονόματα που δίδονται για το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό χορευτικό δρώμενο. Στο έθιμο δίδουμε αυτό το χαρακτηρισμό ακριβώς επειδή στηρίζεται στο χορό και χωρίς αυτόν δεν μπορεί να τελεστεί. Η δράση των ανθρώπων που συμμετέχουν στην τέλεσή του είναι δράση χορευτική, γι’αυτό και χωρίς αυτήν η τέλεση του εθίμου είναι αδύνατη.

Τα βασικά στοιχεία του εθίμου είναι : 1) η θιασική και πειθαρχημένη συγκρότηση ομάδας, που προϋποθέτει την αυστηρή αποδοχή ορισμένων κανόνων για συμμετοχή σ’αυτήν. 2) Η τυποποιημένη σύμφωνα με την παράδοση μεταμφίεση, ανάλογα με τον ρόλο του κάθε μέλους. 3) Η αυστηρή τήρηση των βασικών κανόνων τέλεσης του εθίμου, όπως το φύλο των τελεστών (μόνο άνδρες), το χορευτικό και μουσικό ρεπερτόριο, τα μουσικά όργανα, πάνω στα οποία θα στηριχθεί ο χορός του θιάσου, το δρομολόγιο που θα ακολουθηθεί κ.ά. 4) Το Οργανωμένο θέαμα.

Οι Μπούλες είναι έθιμο παλαιότατο. Δύσκολα βέβαια μπορούμε σήμερα να ανιχνεύσουμε τις απαρχές του, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα έθιμά μας. Όμως, όλα τα στοιχεία του (συγκρότηση θιάσου, δράση τελεστών, μεταμφίεση, φόρμες χορών κ.ά.) μας οδηγούν σε χρόνους παλαιούς. Αν είναι ή όχι μετάπλαση πρωτόγονων προδιονυσιακών τελετών με κύριο στόχο την ευετηρία, ίσως και να μην έχει μεγάλη σημασία. Αυτό όμως που θεωρούμε πολύ σημαντικό είναι ότι στη μακραίωνη ιστορία του, το έθιμο μεταπλάθει και παράλληλα ενσωματώνει στα επί μέρους στοιχεία του την τοπική παράδοση, τους μύθους, τους θρύλους και τους ηρωικούς αγώνες της τοπικής κοινότητας.

  

Σήμερα μας παραδίδεται μια μορφή τέλεσης του εθίμου που διέπεται από τους κανόνες της μετάπλασης και προσαρμογής σε νεότερες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες.

Ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούμε αναλυτικά στις επιμέρους φάσεις του εθίμου. Μόνο ενδεικτικά θα πούμε λίγα λόγια για τα χαρακτηριστικότερα από τα στοιχεία του.

 Συγκρότηση του «θιάσου» 

Οι τελεστές  ήταν και είναι πάντα νέοι άνδρες. Ο αριθμός τους τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται να ήταν από έξι μέχρι δώδεκα, ενώ σήμερα μπορεί να συμμετέχουν και περισσότεροι. Στο θίασο (το μπουλούκι, όπως το ονομάζουν οι Ναουσαίοι) από παλαιά έπαιρναν μέρος και μικρά αγόρια που όμως δεν ήταν ποτέ πολλά. Σήμερα, μια από τις περισσότερο εμφανείς αλλαγές στη συγκρότηση του μπουλουκιού είναι η συμμετοχή πληθώρας μικρών αγοριών.

 Οι μεταμφιέσεις 

Δύο είναι οι κύριες μορφές μεταμφίεσης του μπουλουκιού, αυτή του Γιανίτσαρου και αυτή της Μπούλας. Για τα μικρά αγόρια που συμμετέχουν, η μεταμφίεσή τους είναι μια απλοποιημένη μορφή της ενδυμασίας του Γιανίτσαρου, ενώ δεν μαρτυρείται μεταμφίεση σε Μπούλα μικρών αγοριών. Η Μπούλα ή οι Μπούλες κάθε μπουλουκιού δεν είναι ποτέ πολλές, συνήθως μέχρι δύο. Είναι όμως τόσο έντονη η παρουσία τους, που το όνομά τους χαρακτηρίζει ολόκληρο το έθιμο. Ο άνδρας που θα μεταμφιεσθεί σ’αυτή τη γυναικεία μορφή σήμερα φορά μια παραφθορά της τοπικής γυναικείας αστικής ενδυμασίας, έτσι όπως μας παραδίδεται από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Ο Γιανίτσαρος, κατά την ίδια εποχή, όπως φαίνεται από το πλήθος των φωτογραφικών ντοκουμέντων, μεταμφιέζεται φορώντας όλα τα εξαρτήματα ενός καλά ντυμένου φουστανελοφόρου με πολλά κοσμήματα, καθώς παλαιότερα συνηθιζόταν στις γιορτινές ημέρες.

Αυτό που ουσιαστικά διαφοροποιεί το ένδυμα και το μετατρέπει σε μεταμφίεση είναι η εντυπωσιακή μάσκα που φορούν οι τελεστές, ο πρόσωπος όπως τον ονομάζουν, και τα κεφαλοκαλύμματα, διαφορετικό βέβαια για την Μπούλα και για τον Γιανίτσαρο. Εκείνο όμως που έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και δεν είναι εύκολο να μεταφερθεί εδώ, είναι η κατασκευή της κατάλευκης μάσκας που πάντα γινόταν από ειδικούς τεχνίτες. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε ότι πάνω σε ειδικό καλούπι τοποθετείται χοντρό πανί και πάνω σ’αυτό γύψος. Στο εσωτερικό της μάσκας βάζουν αληθινό κερί, γιατί αυτό λένε θα κρατήσει δροσερό το πρόσωπο αυτού που το φορά. Το μουστάκι για τη μάσκα του Γιανίτσαρου θα γίνει από αλογότριχα και κατράμι. Χαρακτηριστικό και των δυο τύπων μάσκας (γυναικείας και ανδρικής) είναι τα πολύ μικρά μάτια και το επίσης μικρό στόμα. Αληθινή δοκιμασία και τα δύο για όσους τη φορούν. Το να πιούν νερό και να καπνίσουν δεν είναι καθόλου εύκολο. Παλαιότερα που το έθιμο ετηρείτο πολύ πιο αυστηρά απ’ ότι σήμερα, είχαν ειδικό καλαμάκι για να πιούν νερό και ειδικό τσιμπούκι για το κάπνισμα. Πολλά από τα διακοσμητικά στοιχεία της μάσκας με την πάροδο του χρόνου αποκτούν συμβολική σημασία. Παράδειγμα ότι γράφει ο Τ. Μπάϊτσης για «τον πρόσωπο»: «Το κατάλευκο χρώμα συμβολίζει τη νεκρότητα της φύσης και του Ελληνισμού σε αντίθεση με τα κόκκινα μάγουλα που δίνουν ένα ζωντάνεμα που σιγοφαίνεται και που θα πλημμυρίσει σ’ όλες τις καρδιές του σκλαβωμένου γένους. Το κίτρινο βαράκι πάνω στο μέτωπο μπήκε πρώτα στη Μπούλα, διακριτικό παντρεμένης Ανατολίτισσας και μετά προσαρμόστηκε στον πρόσωπο του Γιανίτσαρου, για ομορφιά, αλλά και για να συμβολίσει ότι η σκλαβιά πεθαίνει».

Δύο είναι λοιπόν οι μορφές που κυριαρχούν στο δρώμενο. Η γυναικεία μορφή της Μπούλας (νύφης) που με το γεμάτο λουλούδια κεφαλοκάλυμα, το μακρύ φουντωμένο με συρματένια στεφάνια φόρεμα, τα λευκά γάντια στα χέρια, «τα ψιλά ασήμια» στο στήθος, τη μεταξωτή ζώστρα και τα άλλα εξαρτήματα της τοπικής γυναικείας ενδυμασίας (γιλέκο, τραχηλιές, πόρπη και χρυσοκέντητη ζώνη) δημιουργούν μια εντυπωσιακή μεταμφίεση, μοναδική στον ελλαδικό χώρο. Παρατήρηση σημαντική: παρόλο που ο άνδρας φορά αυτά τα ενδύματα, ποτέ δεν τα γελοιοποιεί με τη συμπεριφορά του. Η κομψότητα και η σοβαρότητα, με την οποία πρέπει να τα φορέσει, είναι δεδομένη και η συμπεριφορά του ως γυναικείας μορφής του θιάσου καθ’ όλη τη διάρκεια του εθίμου δεν έχει καμιά θηλυπρέπεια. Δεν υπάρχει ποτέ γελοία συμπεριφορά, λόγω της Αποκριάς που υπονοεί γελοιότητες, αλλά μια διαρκής σοβαρότητα που δεν αποκλείει βέβαια αστειότητες.

Η ανδρική μορφή του Γιανίτσαρου με τα πολλά ασήμια (νομίσματα) στο στήθος, τους τοκάδες με τις αλυσίδες, τα γιουρντάνια, τα κιουστέκια, τα χαϊμαλιά, το μεγάλο σπαθί (την πάλα) στο χέρι, το πολύπλοκο δέσιμο στο κεφάλι του ταράμπουλου (μεγάλο τρίφυλλο μακρύ μαντίλι) και όλα τα άλλα απαραίτητα στοιχεία, όπως η κατάλευκη φουστανέλα, το σελάχι στη μέση κλπ. φορεμένα πάντα με ένα τρόπο θαυμαστό, λεβέντικο, με μια στάση κορμιού ανεπανάληπτη, δημιουργούν τον πιο κομψό και παράλληλα τον πιο λεβέντη μεταμφιεσμένο που τουλάχιστον εγώ έχω συναντήσει. Γιατί οι Ναουσαίοι έχουν μια πολύ αυστηρή προφορική παράδοση που καταλυτικά επιδρά και επιβάλλει άγραφους αισθητικούς κανόνες πάνω στην ένδυση τόσο του Γιανίτσαρου, όσο και της Μπούλας, ώστε κανείς δεν τολμά να μην είναι άψογα ντυμένος και σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα. Η κριτική που ασκείται από την κοινότητα είναι καθοριστική. Παρ’ όλο που με το πέρασμα των χρόνων πολλά από τα εξαρτήματα των ενδυμασιών (ταράμπουλα, σαλταμάρκες – γυναικεία γιλέκα – κοσμήματα, πάλες κλπ.) δεν υπάρχουν, η αντικατάστασή τους έχει γίνει με πολλή περίσκεψη και με πολύ καλές κατασκευές, σε σύγκριση με αυτό που υπάρχει σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι όμως ότι όλα φοριούνται με μια ανεπανάληπτη λεβεντιά.

 Η δράση του μπουλουκιού 

Η συγκρότηση της ομάδας που θα βγει στο έθιμο αρχίζει βέβαια πολύ πριν από την Αποκριά. Το ενδιαφέρον της παρέας που θα μεταμφιεσθεί είναι να καθορίσει ποιος θα είναι ο αρχηγός, να βρεθούν και να εξασφαλισθούν τα όργανα που θα παίξουν και αμέσως μετά να βρεθούν οι φορεσιές και κυρίως τ’ ασήμια, που τα παλιότερα χρόνια δεν τα είχαν όλοι, γι’ αυτό και τα έπαιρναν δανεικά από άλλους. Μπορούσαν να ταξιδέψουν πολύ μακριά, αρκεί να εξασφαλίσουν πολλά και ωραία ασήμια. Οι μεγαλύτεροι και παλαιότεροι Γιανίτσαροι δανείζουν πάντα στους νεότερους εξαρτήματα από τις φορεσιές τους.

Τα μουσικά όργανα για το έθιμο ήταν πάντα –και εξακολουθούν να είναι και σήμερα- μόνο οι ζουρνάδες με το νταούλι. Δεν νοείται κανένα άλλο μουσικό όργανο να παίξει για το θίασο, ενώ την ίδια στιγμή στα κοινά γλέντια των διασκεδάσεων στους δρόμους μπορεί και να ακουστεί καμιά γκάιντα ή και καμιά κομπανία από χάλκινα. Τα όργανα όμως που ταιριάζουν τις μέρες του καρναβαλιού στη Νάουσα είναι μόνο οι ζουρνάδες. Σήμερα δύο είναι οι γνωστότερες οικογένειες ζουρνατζήδων, του Τρύφωνα Παζαρέντζη και του Βαγγέλη Ψαθά. Η τελευταία θεωρείται και είναι πράγματι μια οικογένεια εξαίρετων μουσικών που ο γενάρχης της Βαγγέλης Ψαθάς παίζει στο έθιμο πάνω από σαράντα χρόνια.

Το πρώτο ντύσιμο των τελεστών άρχιζε την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω. Παλαιότερα άρχιζαν αρκετά νωρίς από το Σάββατο το βράδυ, γιατί όλα τα ασήμια ραβόταν επάνω στα ρούχα του Γιανίτσαρου, για να είναι γερά και να αντέξουν στους χορούς που δύο μέρες στη συνέχεια θα έκανε. Σήμερα όμως το ντύσιμο αρχίζει νωρίς την Κυριακή της Απόκρεω, γιατί ο μεγάλος όγκος των ασημιών είναι ήδη έτοιμος, ραμμένος πάνω σε ένα ειδικά για την περίσταση κατασκευασμένο γιλέκο. Παρά ταύτα, η προετοιμασία του νεαρού άνδρα λαμβάνει τελετουργικό χαρακτήρα. Ολόκληρη η οικογένεια είναι επί ποδός, συχνά λένε και κανένα τραγούδι, ανταλλάσουν ευχές και δεν περιγράφεται το εξαίρετο ενδιαφέρων όλων για την κομψότητα του παιδιού τους. Είναι ακριβώς το ίδιο με το ντύσιμο ενός γαμπρού. Καμιά διαφορά δεν υπάρχει στην τελετουργία του ντυσίματος της Μπούλας. Τελευταίος θα φορεθεί ο πρόσωπος με το ταράμπουλο. Ειδικοί τεχνίτες έχουν φτιάξει το περίπλοκο κεφαλοδέσιμο που πρέπει να είναι πολύ καλά δεμένο, για να αντέξει στις μεγάλες διαδρομές και τους χορούς που θα κάμει η Μπούλα.

Τα όργανα, οι ζουρνατζήδες, θα κινήσουν πρωί πρωί για να μάσουν (να συγκεντρώσουν) το μπουλούκι. Το δρομολόγιο έχει συμφωνηθεί από την προηγουμένη. Τα όργανα δεν θα μαζέψουν τα μικρά αγόρια. Αυτά πηγαίνουν με τους πατεράδες τους στα σπίτια των μεγαλύτερων. Με ειδική για την περίσταση μελωδία, που δεν χορεύεται, θα φθάσουν στο σπίτι του κάθε μεταμφιεσμένου με πρόσωπο άνδρα. Εκείνος συνήθως, με το άκουσμα των οργάνων, θα βγει στο παράθυρο. Από εκεί θα χαιρετίσει το μπουλούκι που έρχεται να τον πάρει. Με χαρακτηριστικά τινάγματα του κορμιού, θα κάμει τα πολλά νομίσματα του στήθους του να ηχήσουν μεθυστικά και παράλληλα θα ανοίξει περήφανα και ανοιχτόκαρδα τα χέρια του σ’ ένα όλο ένταση και μεγαλοπρέπεια καλωσόρισμα των συντρόφων του. Αμέσως μετά «θα πάρει χέρι τους δικούς του», δηλαδή τους αποχαιρετά με τον ειδικό τρόπο που έχουν οι Γιανίτσαροι να χαιρετούν: πηδούν στα πόδια τους και ταυτόχρονα κάνουν τα νομίσματα του στήθους τους να κτυπούν. Η συγκίνηση της αναχώρησης είναι μοναδική. Όλη η οικογένειά του τον αποχωρίζεται, εκείνος φεύγει σαν να πηγαίνει σε μεγάλο και δύσκολο αγώνα. Στην εξώπορτα θα κάμει τρεις φορές το σταυρό του, «θα πάρει χέρι» αυτούς που ήρθαν να τον πάρουν και αμέσως θα ενταχθεί σαν ισότιμο μέλος στο μπουλούκι, θα ζευγαρώσει με κάποιον άλλο και έτσι με απόλυτη τάξη και συντεταγμένοι δύο-δύο θα κινήσουν για τον επόμενο Γιανίτσαρο.

Η Μπούλα ετοιμάζεται κι αυτή τελετουργικά από την οικογένεια του άνδρα που θα την υποδυθεί. Είναι ένας ρόλος που πρέπει να παιχθεί με τρόπο σοβαρό και υπερήφανο και αυτό γίνεται πάντα.

Η Μπούλα πριν αναχωρήσει, θα φιλήσει το χέρι των δικών της, όπως επίσης και αυτών που ήρθαν να την πάρουν και από εδώ θα αρχίσει να μαζεύει τα χρήματα που της δίδουν οι θεατές φίλοι. Έρανο θα τον ονομάσουν οι Ναουσαίοι για τις περιόδους των αγώνων, «για να γίνουν μπαρουτόβολα και ζαϊρέδες γι’ αυτούς που βρίσκονται στο βουνό και πολεμούν για τη λευτεριά του Γένους. Για τους ανυπότακτους κλέφτες Νιαουστιανούς και αργότερα για τους Μακεδονομάχους». Αφού η Μπούλα φιλήσει τα χέρια των παρευρισκόμενων, θα τοποθετηθεί ανάμεσα σε δύο «προστάτες» Γιανίτσαρους. Αυτοί θα την κρατήσουν από τα χέρια και σχηματίζοντας μια τριάδα θα ενταχθούν περίπου στη μέση του μπουλουκιού.

Σιγά σιγά σχηματίζεται μια πομπή ανεπανάληπτη. Η αισθητική της είναι μοναδική. Προηγούνται τα πιο μικρά αγόρια που δεν φορούν πρόσωπο και ακολουθούν τα μεγαλύτερα. Μετά τοποθετούνται οι νεότεροι Γιανίτσαροι, στη μέση περίπου αυτοί που κρατούν τη Μπούλα και τελευταίοι οι παλαιότεροι και πιο έμπειροι και ο αρχηγός του μπουλουκιού.  Δίπλα τους οι οργανοπαίκτες, για να παίρνουν εντολές. Οι πάλες είναι στα θηκάρια τους, τα νομίσματα κτυπούν κατά καιρούς από τα τεχνικά τινάγματα του στήθους, τα χέρια με τα μαντίλια δεμένα στην παλάμη ανοιχτά σε μια κίνηση υπέρτατης συμμετοχικής έκστασης. Ο χορός δεν έχει αρχίσει ακόμα. Έτσι όπως πειθαρχημένα προχωρούν ανάμεσα στους δρόμους της πόλης όλοι όσοι μετέχουν, παρουσιάζουν ένα οργανωμένο λαϊκό θέαμα εξαίρετης αισθητικής. Οι αποκριάτικες αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις των άλλων κατοίκων ή επισκεπτών της Νάουσας, που συνυπάρχουν δίπλα σ’ αυτή την τελετουργική πομπή και συχνά γελοιοποιούν τα πάντα, μοιάζουν ομολογουμένως παράταιρες. Από τη μια μεριά οι λαϊκές αποκριάτικες αστειότητες και ότι πιο απείθαρχο, αλλοπρόσαλλο και γελοίο μπορεί να σκαρφιστεί η λαϊκή φαντασία και από την άλλη η αυστηρή τήρηση συμπεριφορών και κανόνων, το οργανωμένο θέαμα, η τελετουργία.

Η τελετουργική πομπή προχωράει αργά με τελικό προορισμό την πλατεία του Δημαρχείου και υπολογίζουν να φθάσουν εκεί κοντά στο μεσημέρι. Παλαιά συνήθεια από την εποχή της Τουρκοκρατίας, η χορευτική δράση του μπουλουκιού να ξεκινά μετά την επίσκεψη στον άρχοντα της πόλης στο κονάκι του, από τον οποίο έπρεπε να δοθεί στον αρχηγό του μπουλουκιού άδεια για την τέλεση του εθίμου. Σήμερα όλα τα μπουλούκια θα επισκεφθούν το Δημαρχείο και μετά θα αρχίσουν τη μακριά χορευτική τους πορεία μέσα στους δρόμους της Νάουσας. Εδώ έχει σχηματιστεί ένας υπέροχος θεατρικός χώρος, αφού όλοι οι φίλοι και συγγενείς των τελεστών μαζεύονται για να δουν τους δικούς τους. Τους αναγνωρίζουν μόνο από τα σημάδια που συχνά έχουν δώσει, όπως μαντίλια για το χέρι, κιουστέκια ή άλλα κοσμήματα. Αμέσως μόλις η ομάδα φθάσει στην πλατεία και ο αρχηγός πάει να δώσει τα «διαπιστευτήρια» του μπουλουκιού του στο Δήμαρχο, αρχίζει και η χορευτική δράση του θιάσου, με πρώτη μια ελευθέρου τύπου μελωδία (Ζαλιστός). Ο ζουρνάς και το νταούλι ηχούν δυνατά, ενώ οι Γιανίτσαροι κατά ζεύγη κτυπούν με νευρικές κινήσεις τα νομίσματα του στήθους τους και στη συνέχεια ένας από κάθε ζεύγος βοηθούμενος από το σύντροφό του που τον κρατά πίσω στην πλάτη, κάνει μια υπερέκταση προς τα πίσω. Η χορευτική δραστηριότητα αρχίζει μ’ αυτή την στατική όρχηση. Την ίδια στιγμή η Μπούλα κάνει βαθιά υπόκλιση. Ο κόσμος σωπαίνει και χαίρεται αυτή τη στιγμή, γιατί είναι εμφανές πως μια μακρά τελετουργία αρχίζει πια και επίσημα.

Αμέσως μετά αρχίζουν οι πατινάδες με τη μελωδία «Κάτω στη Ρόιδο», από το γνωστό και σε άλλα μέρη τραγούδι «Κάτω στη Ρόιδο, στη Ροϊδοπούλα, Τούρκος αγάπησε μια Ρωμιοπούλα». Ακολουθεί ο Θούριος του Ρήγα «Ως πότε παλικάρια θα ζούμι στα στενά, μονάχοι σα λιοντάρια στις ράχες στα βουνά» και βέβαια βγαίνουν οι πάλες από τα θηκάρια τους. Στη συνέχεια εδώ στην πλατεία του Δημαρχείου, πριν ξεκινήσουν για τη μεγάλη πορεία, θα χορευτεί ο χορός Παπαδιά με πρωτοσυρτή τον αρχηγό του μπουλουκιού. Ακόμα μια Μπούλα θα σύρει τη Μακρινίτσα και θα ακολουθήσει ο Νιζάμικος, ίσως ο πιο ζωηρός από τους ομαδικούς χορούς του ρεπερτορίου της ημέρας. Ανάλογα με το χρόνο που έχει το κάθε μπουλούκι μπορεί να χορέψει ένα ή δύο χορούς ακόμα. Αμέσως μετά αρχίζει το καθορισμένο από την παράδοση δρομολόγιο από τη Δημαρχία μέχρι το μαχαλά (συνοικία) Αλώνια, όπου θα βγάλουν τις μάσκες. Επίσης η προφορική παράδοση καθορίζει και τις πατινάδες από μαχαλά σε μαχαλά, σε αντίθεση με τους χορούς που θα χορέψουν στις πλατείες κατ’ επιθυμία των πρωτοχορευτών.

 Το χορευτικό ρεπερτόριο 

Για τους πρωταγωνιστές του θιάσου το χορευτικό ρεπερτόριο είναι, όπως ήδη γράψαμε, η μελωδία Παπαδιά και ακόμα μια άλλη μελωδία με το όνομα Παλιά Παπαδιά (δηλαδή ο τσιάμικος), ο Νταβέλης, ο Σωτήρης, χοροί κατεξοχήν αυτοσχεδιαστικοί, αφού ο πρωταγωνιστής– πρωτοσυρτής μπορεί να επιδείξει όλη τη χορευτική του δεινότητα σε ύφος και τεχνική. Αυτού του τύπου οι χοροί είναι μοναδικοί στον ελλαδικό χώρο, γιατί ένα μεγάλο μέρος τους στηρίζεται σε μελωδίες ελευθέρου ρυθμικού τύπου. Η κίνηση πάνω σε τέτοιου τύπου μελωδίες δεν είναι καθόλου εύκολη ούτε για τον καθένα, γι’ αυτό άλλωστε δεν χορεύονται από πολλούς. Ένας καλός χορευτής πρέπει να αναπτύξει ένα ουσιαστικό, χωρίς λόγια, διάλογο με τα όργανα, έτσι ώστε ο χορός να γίνει αμφίπλευρη δημιουργική στιγμή ανάμεσα στο μερακλή μουσικό και στο χορευτή – δημιουργό. Η Παπαδιά και οι όμοιοι μ’ αυτήν χοροί είναι από τη φύση τους χοροί τελετουργικοί, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντες, αφού οι χορευτικές πρωτοβουλίες του πρωτοσυρτή μπορούν να φθάσουν στον δημιουργικό αυτοσχεδιασμό. Ο πρωτοχορευτής μετατρέπεται σ’ ένα θαυμαστό λαϊκό δημιουργό και είναι τύχη, αλλά και χαρά και αισθητική απόλαυση για όλους, όσοι παρευρίσκονται σε τέτοιες στιγμές λαϊκής δημιουργίας.

Ο Νιζάμικος είναι ένας άλλος χορός που επίσης θα χορευτεί πολλές φορές, κυρίως από τους νεότερους. Σε όλους αυτούς τους κατεξοχήν ανδρικούς χορούς, η Μπούλα συμμετέχει ελάχιστα. Κινείται συμβολικά μαζί με τους άλλους Γιανίτσαρους, αλλά ο δικός της χορός είναι η μελωδία Μακρινίτσα, τραγούδι ταυτισμένο με τη θυσία των γυναικών στο χαλασμό της Νιάουστας το 1822.

Αν από τα μικρά αγόρια που συνοδεύουν το θίασο κάποιο μπορεί να τα καταφέρει καλά στο χορό, ο αρχηγός θα ορίσει πότε και σε ποιο σημείο (κοντά στο σπίτι του, εκεί που βρίσκονται οι δικοί του) θα μπει πρώτος στον κύκλο και θα χορέψει σαν πρωτοσυρτής, ενώ όλοι θα τον σεβαστούν σαν μεγάλο. Όσο ο θίασος βρίσκεται σε πορεία και φοράει τις μάσκες, κανείς από τους θεατές δεν επιτρέπεται να χορέψει μαζί τους ούτε βέβαια να σύρει μη μεταμφιεσμένος το χορό. Αυτό μπορεί να γίνει, αφού βγουν οι μάσκες, γιατί από τότε και μετά οι χοροί χάνουν την τελετουργική τους εκτέλεση και ο χορός μεταπίπτει περισσότερο σε λαϊκό πανηγύρι. Οι πατινάδες συμπληρώνουν το χορευτικό ρεπερτόριο της ημέρας και είναι πολλές. Σχεδόν σε κάθε δρόμο παίζεται και διαφορετική μελωδία. Βραδιάζοντας φτάνουν στο μαχαλά Αλώνια με την πατινάδα «Δι σ’ άρισαν τα’ Αλώνια, Μαρίγια, τα’ Αλώνια μαχαλά…» όπου και βγάζουν τις μάσκες.

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο περίπλοκο γίνεται το ρεπερτόριο του θιάσου κυρίως από απόψεως ποικιλίας μελωδιών. Αυτό σημαίνει πως εκείνος που επωμίζεται το βάρος της εκτέλεσης των τραγουδιών είναι ο ένας ζουρνατζής. Πόση γνώση των τραγουδιών πρέπει να έχει και πόση αντοχή, για να τα βγάλει πέρα με τις επιθυμίες των χορευτών, αλλά και με όσα άλλα τραγούδια ή πατινάδες πρέπει να γνωρίζει! Για να χορέψουν καλά, πρέπει να τους παίζουν και καλά. Γι’ αυτό οι αμοιβές των καλών ζουρνατζήδων είναι σήμερα πολύ υψηλές, αλλά και η κούραση και η ευθύνη τους μεγάλη. Στις πατινάδες οι χορευτές τοποθετούνται σε δύο γραμμές κατά μήκος του δρόμου και κρατούν τα σπαθιά τους από την άκρη. Σε ορισμένα γυρίσματα των μελωδιών το σπαθί κρατιέται κανονικά από τη λαβή του και κάθε Γιανίτσαρος το σταυρώνει, κτυπώντας το με το σπαθί του συντρόφου του. Η πατινάδα από ελεύθερος χορός γίνεται για λίγο αντικριστός, αλλά πάλι ξαναγυρίζει στη βασική της φόρμα που είναι χορός πομπικός ελεύθερος.

Στο μαχαλά Αλώνια η τελετουργική πορεία μπορεί να θεωρηθεί ότι τελειώνει, αλλά όχι και η χορευτική δραστηριότητα του μπουλουκιού. Ο χορός ανοίγεται και συμμετέχουν παλαιοί τελεστές του εθίμου και καλοί χορευτές, αφού κάποιος από τους Γιανίτσαρους ή Μπούλα θα τον σύρει για να χορέψει μαζί τους. Από τη στιγμή που θα σπάσει η θιασική εξάρτηση και τέλεση των χορών, κατά τη γνώμη μου, μειώνεται και η τελετουργική υφή του εθίμου. Από τ’ Αλώνια θα πάνε στα Γαλάκια και από εκεί μέχρι το Στραβό τον Πλάτανο. Τελικά θα φθάσουν στα Καμμένα, όπου πολλοί τους περιμένουν. Οι χοροί εδώ μπορεί να είναι πολλοί και ποικίλοι, αφού η συμμετοχή γενικεύεται και η ανταγωνιστική πλευρά των καλών χορευτών δεν αποκλείεται, αλλά ο χορός δεν έχει πια την τελετουργική υφή που είχε, όταν εκτελεστής ήταν μόνο ο θίασος των μεταμφιεσμένων όση ώρα φορά τις μάσκες. Από τους μεγάλους κατά τη διάρκεια της μέρας δεν αποχωρεί ποτέ κανείς, αλλά από τα μικρά παιδιά συχνά σημειώνονται διαρροές, μια και η κούραση είναι πολύ μεγάλη για να την αντέξουν.

Τα μέλη του μπουλουκιού κάποια στιγμή αρχίζουν να χαιρετιούνται και να αποσύρονται στα σπίτια τους για ξεκούραση. Σήμερα που το ντύσιμο έχει γίνει ευκολότερο, θα βγάλουν τα ρούχα τους για να ξεκουραστούν, τα παλιότερα όμως χρόνια δεν έβγαζαν παρά τις πάλες και τα τσαρούχια τους, μια και τα ασήμια όλα ήταν ραμμένα πάνω στο πισλί (γιλέκο).

 Οι επόμενες μέρες 

Το πρωί της Τυρινής Δευτέρας το πρόγραμμα του θιάσου είναι πιο χαλαρό και καθόλου τελετουργικό. Χωρίς πια τη μάσκα θα μαζευτούν όλοι, χωρίς μάσιμο από τα όργανα, στο σπίτι του αρχηγού του μπουλουκιού. Εδώ θα γίνει ένα μικρό οικογενειακό γλέντι με τους οικείους του αρχηγού. Μετά θα πάνε πάλι με πατινάδα στο Κονάκι (Δημαρχία), θα χορέψουν λίγο και στη συνέχεια θα αρχίσουν ένα είδος αγερμού στα σπίτια όλων των ντυμένων που συμμετείχαν στο θίασο και σε σπίτια που τους έχουν καλέσει. Τους περιμένουν βέβαια παντού πλούσιοι μεζέδες και καλό κρασί. Το μουσικό και χορευτικό ρεπερτόριο αυτή τη μέρα δεν έχει την αυστηρότητα της προηγούμενης και όπου υπάρχουν παλιοί τραγουδιστάδες, θα πουν τραγούδια του παλιού καιρού, μα τίποτα δεν αποκλείει να ακουστούν και πολύ νεότερα. Εξαρτάται πάντα από τους ζουρνατζήδες και από το κέφι της στιγμής. Επίσης χορεύουν και εκτός θιάσου πολλοί μερακλήδες φίλοι ή συγγενείς τους. Το βράδυ, αφού τελειώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν, θα χαιρετιστούν και θα γυρίσουν σπίτια τους. Πέντε μέρες τους μένουν για τις καθημερινές δικές τους υποθέσεις και για να ξεκουραστούν.

Η Κυριακή της Τυρινής είναι η μέρα που θα επαναληφθεί το έθιμο ακριβώς, όπως και την Κυριακή της Απόκρεω. Μόνο που τώρα ο κόσμος που παρακολουθεί είναι πολύ περισσότερος, οι χοροί όμως είναι οι ίδιοι, όπως και το δρομολόγιο.

Την Καθαρή Δευτέρα δεν θα επισκεφτούν τα σπίτια των φίλων και δικών τους, αλλά χωρίς ο πρόσωπος να τους δυναστεύει, θα κάνουν το ίδιο δρομολόγιο με μεγαλύτερη άνεση. Στα Καμμένα αργά το βράδυ θα στηθεί ο τελευταίος χορός. Η συγκίνηση των τελεστών είναι μεγάλη. Τα κατάφεραν να φέρουν μια δύσκολη δουλειά σε πέρας. Η κούραση είναι αφάνταστη, μα η ψυχή ξαλαφρωμένη και χαρούμενη. Μεταφέρω εδώ τη λιτή περιγραφή του Τάκη Μπάιτση.

 «Το βράδυ μετά τον τελευταίο χορό στα Καμμένα είναι η ώρα του χωρισμού. Εδώ αφού κάνουν ένα κύκλο όλοι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες και βάλουν τον οργανοπαίκτη στη μέση θα τον χτυπήσουν συμβολικά με την πλατιά πλευρά της πάλας στο κεφάλι και σηκώνοντάς τον θα φωνάξουν «Πάντ’άξιος Μήτρο…ή Βαγγέλη…(το όνομα του ζουρνατζή) και του χρόνου». Στη συνέχεια, όπως είναι στον ίδιο κύκλο, θα χτυπήσουν όλοι τις πάλες στη γη με τις μύτες λέγοντας «ότι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει». Έτσι συγχωρούνται για τυχών μικροπαρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ τους αυτές τις μέρες. Στη συνέχεια αφού πάρουν και πάλι χέρι από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό και όσους από τους πολίτες παραβρίσκονται φεύγουν για τα σπίτια τους». 

Κυριακή της Ορθοδοξίας 

Μια εβδομάδα μετά, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ένας μικρός αριθμός από Γιανίτσαρους και μια Μπούλα χωρίς «προσωπάδες» θα πάνε στο Σπήλιο, τοποθεσία όπου βρίσκεται το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Θόδωρου. Εκεί θα χορευτούν πάλι οι ίδιοι χοροί από το γνωστό ρεπερτόριο του θιάσου και θα γίνει μεγάλο γλέντι. Αυτή η τελευταία εμφάνιση των μεταμφιεσμένων είχε σχεδόν ξεχαστεί, αφού είχε να πραγματοποιηθεί πάρα πολλά χρόνια. Τώρα όμως αναβιώνει και είναι η τελευταία ευκαιρία για να χαρεί κανείς τους θαυμαστούς χορούς της Νάουσας εκτελεσμένους από εξαίρετους μερακλήδες χορευτές.

Οι διαφορές στην τέλεση αυτού του εθίμου σε σχέση με το παρελθόν από απόψεως εθιμοτυπικής ίσως δεν είναι πολύ μεγάλες. Αυτό όμως που το διαφοροποιεί είναι το γεγονός πως τελεστές τώρα είναι μόνο σύλλογοι και όχι παρέες, όπως στο παρελθόν. Ομολογείται από παλαιούς Ναουσαίους ότι υπήρξαν χρονιές που εμφανίστηκαν μέχρι και έντεκα μπουλούκια, πράγμα που σημαίνει καθολική συμμετοχή και αποδοχή των πρωτοβουλιών των ανθρώπων που είχαν το κουράγιο, τον αυθορμητισμό και τις δυνατότητες να συμμετάσχουν στο δύσκολο και επίπονο αυτό έθιμο. Όπως και να έχει όμως το πράγμα, οι Μπούλες είναι ένα λαμπερό χορευτικό δρώμενο που μακάρι ν’ αντέξει στο χρόνο με όσο γίνεται λιγότερες φθορές και αλλοιώσεις, για να το χαρούν και άλλες γενιές εκτός από τη δική μας.

Ιανουάριος 1999


Τάκης Μπάιτσης  

Τα τραγούδια και οι χοροίτου Γιανίτσαρου και της Μπούλας  

  1. Ζαλιστός

Μελωδία, για την οποία δε σώθηκε μέχρι τις μέρες μας κείμενο τραγουδιού. Είναι η μελωδία που παίζουν οι ζουρνατζήδες από τη στιγμή που θα αρχίσουν το μάσιμο των παλικαριών που φορούν πρόσωπο μέχρι που θα ολοκληρωθεί το μπουλούκι και εν πομπή θα φτάσει στο κονάκι – σήμερα στην πλατεία του Δημαρχείου. Ο Ζαλιστός λέγεται και Προσκύνημα.

  1. α) Κάτω στη Ρόιδο (πατινάδα)

Είναι η πρώτη πατινάδα που παίζεται έξω από το Δημαρχείο, αμέσως μόλις ο αρχηγός του μπουλουκιού πάρει την άδεια για την τέλεση του εθίμου. Χορεύεται αντικριστά με τα μαντίλια που έχουν δεμένα στα χέρια τους οι Γιανίτσαροι, πριν οι πάλες να βγουν ακόμα από τα θηκάρια τους.

Κάτω στη Ρόιδο, στη ΡοϊδοπούλαΤούρκος αγάπησε μια Ρωμιοπούλακι η Ρωμιοπούλα δεν τόνε θέλεικι η σκύλα η μάνα της την προξενεύει.-Πάρ’τονε, κόρη μου, τον Τούρκο γι’ άντρανα σε φωνάζουν Χανούμ Σουλτάνα.Πάρ’τονε, κόρη μου, έχει καϊκι,θα σε πηγαίνει στη Σαλονίκη.-Πάρ’τονε, κόρη μου, έχει βαπόρι,θα σε πηγαίνει και ως την Πόλη.-Δεν τόνε θέλω, δεν τόνε παίρνω,πέρδικα γίνομαι, στα όρη φεύγω. 

  1. β) Ως πότε παλικάρια (πατινάδα)

Είναι η δεύτερη πατινάδα που χορεύεται από το μπουλούκι εμπρός στο Δημαρχείο. Τώρα θα βρουν οι βαριές πάλες απ’ τα θηκάρια τους και θα σπαθίσουν τον αέρα. Είναι ο Θούριος του Ρήγα Φεραίου, έτσι όπως επιβιώνει στη Νάουσα.

Ως πότι, παλικάρια, θα ζούμι στα στινάμουνάχοι σα λιουντάρια, στις ράχις στα βουνά.Σπηλιές να κατοικούμι, να βλέπουμι θηριά,να φεύγουμ’ απ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά.Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθεί,να μην κριμάσει φούντα για ξένουν το σπαθί.Αντρείοι Μακιδόνις, προυσέξατι καλάδα* διώξουμι τους Τούρκους στη Κόκκινη Μηλιά.Κάλλιο να ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζουήπαρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. *δα=θα 

  1. Παπαδιά (χορός)

Είναι ένας από τους σημαντικότερους χορούς της Νάουσας. Ο Μανώλης Βαλσαμίδης σχολιάζοντας τους χορούς στο περιοδικό του Λαππείου Γυμνασίου Νάουσας γράφει για την Παπαδιά:

«Η Παπαδιά είναι ο πιο σπουδαίος χορός του τόπου και απαιτεί επιδέξιο χορευτή. Ξεκινάει αργά, ζεσταίνει σιγά σιγά, συναισθηματικά, το χορευτή και τον ανεβάζει με τα σκιρτήματα και τις εξάρσεις του στην έκφραση βιωμάτων ανερμήνευτων. Η Παπαδιά είναι μέχρις ένα σημείο χορός του πρώτου, ώσπου φτάνει στον «απολυτό» και τότε γίνεται ομαδικός και στη συνέχεια πάλι ατομικός. Οι χορευτές χορεύουν με προτεταμένα χέρια σε στάση ικεσίας, προσφοράς, δοξολογίας, θριάμβου, εκστάσεως.»

Η Παπαδιά, που για πρώτη φορά θα χορευτεί έξω από το Δημαρχείο, είναι σήμερα μια οργανική μελωδία, γιατί δεν διασώθηκαν λόγια μέχρι τις μέρες μας.

  1. Μακρινίτσα (χορός)

Ακολουθεί ο χορός Μακρινίτσα που θα τον σύρει η Μπούλα πάντα έξω από το Δημαρχείο. Είναι ιστορικός χορός, με τον οποίο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας προτίμησαν να πέσουν στα αφρισμένα νερά του καταρράκτη της Αράπιτσας, στους Στουμπάνους, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων τις μέρες του μεγάλου χαλασμού, τον αιματοβαμμένο εκείνο Απρίλη του 1822. Αποθανατίστηκε από το λαό, τραγουδιέται και χορεύεται μέχρι σήμερα σε κάθε γλέντι χωρίς σταματημό.

Τρία πουλάκια, αμάν κι αϊμάν, κι αν κάθουντανστης Νιάουστας το κάστρο – Μακρινίτσα μου, καημό πόχει η καρδίτσα μου-Του ΄να τηράει, αμάν κι αϊμάν, τα Βουδινά*τ΄άλλου τη Σαλονίκη – Μακρινίτσα μου, καημό πόχει η καρδίτσα μου-Ένα μήλου, αμάν, κι άλλου μήλου, αμάν,βράδυασιν και πού θα μείνου. Του τρίτου του, αμάν κι αϊμάν, του μικρότιρουμοιριουλουγάει κι λέει – Μακρινίτσα μου, καημό πόχει η καρδίτσα μου-Μας πάτησαν, αμάν κι αϊμάν, μας χάλασαν,μας πήραν τις γυναίκις – Μακρινίτσα μου, καημό πόχει η καρδίτσα μου- Ένα μήλου, αμάν, κι άλλου μήλου, αμάν,βράδυασιν και πού θα μείνου. * Βοδενά = η Έδεσσα 

  1. α) Του Σανιδά (πατινάδα)

Αφού χορευτούν στην πλατεία του Δημαρχείου οι παραπάνω χοροί, αλλά και μερικοί άλλοι, όπως ο Νιζάμικος ή ο Τσιάμικος κ.ά (αυτό το κανονίζει πάντα ο αρχηγός του μπουλουκιού), το μπουλούκι θα ξεκινήσει για το καθορισμένο από την παράδοση δρομολόγιο, με την πατινάδα «Ως πότε παλικάρια» θα ακούγεται μέχρι το Τριώδι του Λάμνια. Εκεί οι ζουρνατζήδες αλλάζουν σκοπό και παίζουν την πατινάδα «του Σανιδά». Το τραγούδι αυτής της πατινάδας αναφέρεται σε παλαιότερο κοινωνικό γεγονός της πόλης.

Του μάθατι τι γίνηκιν στου Σανιδά του γάμου-λέλε, Σούδα* μου, μπουλιουντούδα** μου-Ήταν νουνός Σαλονικιός, να διατάζει εις του γάμου-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-κι ου νουνός αδιάταξιν να χορέψεις μι τη Σούδα-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-Κι του νουνό τουν ίλιγαν στου όνομα Αναστάση-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-Κι ου νουνός αδιάταξιν του μπάλλου να χουρέψουν-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-Την άδεια σου, Γιώργη μου, να χορέψου μι τη Σούδα-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-Κι η Σούδα χόριψιν μι τουν Αναστάση μπάλλου-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-Δε φταίγουν, μάνα, τα πιντιά, δε φταίγει ούτι ου Αδάμους-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου-μούν΄φταίγει ου πατέρας μου, που μι πάει εις του γάμου-λέλε, Σούδα μου, μπουλιουντούδα μου- * υποκοριστικό του ονόματος Αναστασία>Αναστασούδα>Σούδα** μπουλιουντούδα = όμορφη  

  1. β) Της Χοντροσούγκλας ή Στις δεκατρείς του Απριλιού (πατινάδα)

Δεκατρείς νέοι, δώδεκα Κρητικοί και ένας Ηπειρώτης, ενώ έρχονται για βοήθεια στο Μακεδονικό Αγώνα, σκοτώνονται ύστερα από προδοσία* στην τοποθεσία που έχει το όνομα Χοντροσούγκλα. Η λαϊκή μούσα αποθανατίζει το γεγονός. Η μελωδία και το δημοτικό τραγούδι που δημιουργούνται, εντάσσονται στο χορευτικό δρώμενο της Μπούλας. Η πατινάδα παίρνει το όνομά της από τον τόπο του γεγονότος και χορεύεται από το Τριώδι του Λάμνια προς τα Καμμένα.

Στις δεκατρείς του Απριλιού, η μέρα ήταν Τρίτηπου φίλιβιν ου αρχηγός τους νέους απ΄την Κρήτη.Πίσσα, μαυρίλα, σκουτινιά ψηλά στη Χοντροσούγκλαπου πολιμούν οι Έλληνες με τ΄ άγρια τ΄αρκούδια.Αρματωμένοι είμασταν στ΄ασήμια, στα σταυρούδιακι τα τουφέκια που ΄πιφταν, μας φαίνουνταν τραγούδια.Δεν τόντιζα**, μανούλα μου, για να μας ξιγυμνώσουνκι σι ένα μνήμα δικατρείς, για να μας παραχώσουν.Όποιους δα ζήσει απού μας, να πάνει ως την Κρήτη,να πεί εις τις μανούλις μας τη φουβιρή μας λύπη.Μούν΄πες της πως παντρεύτηκα κι πήρα μια γυναίκα,πήρα την πλάκα πιθιρά, τη μαύρη γής γυναίκακι αυτά τα μικρουλίθαρα, αδέρφια κι αξαδέρφια.Ανάθεμα στουν αρχηγό δεν έδουσιν παράδις,να στείλουμι τις μάνις μας, ν΄ανάψουν τις λαμπάδις. * Στο γεγονός αναφέρεται με λεπτομέρειες η Θάλεια Σαμαρά στο βιβλίο της «Στο Μακεδονικό Αγώνα», στο κεφάλαιο «Στη ρεματιά της προδοσίας».** τόντιζα = το ήλπιζα  

  1. γ) Πουλιάνα (πατινάδα)

Η Πουλιάνα είναι μια από τις συνοικίες της Νάουσας. Το τραγούδι της πατινάδας αυτής σκιαγραφεί τις αντιθέσεις που υπήρχαν στην πόλη ανάμεσα στους μαχαλάδες (συνοικίες) που δημιουργήθηκαν από την εγκατάσταση στην πόλη χωρικών από τα κατεστραμμένα γύρω χωριά μετά την καταστροφή του 1822. Οι μαχαλάδες είχαν διαφορές μεταξύ τους που έφταναν στο σημείο της πλήρους ενδογαμίας. Η ηρωίδα του τραγουδιού Ρήνα σπάει τον κανόνα, γι΄αυτό και η λαϊκή μούσα τραγουδά τον γάμο της. Από τα δημοφιλέστερα τραγούδια της Νάουσας. Το μπουλούκι χορεύει τη μελωδία της Πουλιάνας από τα Καμμένα μέχρι την Πουλιάνα.

Για παίξ΄τι τα νταούλια, βαρέστι τα βιουλιά,παντρεύιτι η Ρήνα, παίρνει τουν Κιχαϊά.-Τι έχεις καημένη Ρηνούλα – Ρηνούλα-Τι έχεις κι όλου κλαίς κι δε μου το λες.Όταν μι είπις έχε γεια κι κίνησις να φύγεις,κλουνάρι απ΄την καρδούλα μου ξικλήρισις κι πήρις.Γιατί δε μου το λες, μούν΄ κάθεσε κι κλαις.Δε σι άριζαν τ΄ Αλώνια, νταϊλιάνα, τ΄Αλώνια μαχαλάμούν΄σι άριζι η Πουλιάνα, Ρηνούλα, κι ου γιός του Κιχαγιά.Γιατί δε μου το λες, μούν΄ κάθεσε κι κλαις. 

  1. Τσιάμικος  (χορός)

Στη συνοικία της Πουλιάνας είναι το μέρος που θα γίνει στάση. Εδώ το κάθε μπουλούκι θα μείνει για λίγη ώρα και συνήθως όσοι μένουν σ΄αυτή τη συνοικία τους ακολουθούν από το Δημαρχείο, ενώ άλλοι τους περιμένουν με ανυπομονησία εδώ στην Πουλιάνα.

Θα χορευτούν διάφοροι χοροί ανάλογα με την επιθυμία του κάθε παλικαριού. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και η οργανική μελωδία του Τσιάμικου που χορεύεται στην ίδια φόρμα με την Παπαδιά. Είναι χορός με ατομικές πρωτοβουλίες και αυτοσχεδιασμούς για τον πρώτο που σέρνει το χορό και γίνεται ομαδικός προς το τέλος του.

  1. Νιζάμικος  (χορός)

Οργανική μελωδία χορού από τις πιο αγαπητές στο χορευτικό ρεπερτόριο των Ναουσαίων. Είναι ένας χορός που οι νεαροί χωρίς πρόσωπο –μέλη του μπουλουκιού- αγαπούν ιδιαίτερα και θα χορευτεί πάμπολλες φορές σε όλες τις στάσεις που θα πραγματοποιήσει το μπουλούκι. Χορεύεται απ΄όλους ομαδικά και, όπως για πολλές μελωδίες της Νάουσας συμβαίνει, δεν έχουν σωθεί τα λόγια αυτού του σκοπού.

  1. Του Μιχαήλου  (πατινάδα)

Μελωδία πολύ συγγενική με την επόμενη του Υψηλάντη. Το τραγούδι της πατινάδας αυτής με λόγια μεταγενέστερα, σατιρικά, των αρχών του αιώνα μας, χορεύεται στη διαδρομή από την Πουλιάνα για τα Μπατάνια.

Ιψές του μισουνίχτι, κατ΄ τις η ώρα μιαπεράσαν κάτι σιαφλιάνια* απού του μαχαλά.Κι αυτούς ου Μιχαήλους, μι τα πουλλά μυαλά,μαζώνει τα κουρίτσια απού του μαχαλά.Κι αυτούς ου Μιχαήλους πουλεί γκάζι** μι αυγό,για να πάρει την Ανθούλα βρακί μιταξουτό.Καρντιά ΄πού μαύρη ουρνίθα την τηγανίσανεκι δώσαν του Πιτράκη, να μη χουρίσουνι.Πλένει κι σιδιρώνει του Πέτρου του βρακί,του βράδυ του απλώνει, του παίρνει του προυί. * σιαφλιάνα: άτακτα, ζωηρά παιδιά** γκάζι: καθαρό πετρέλαιο  

  1. Του Υψηλάντη  (πατινάδα)

Η Νάουσα είχε προσχωρήσει πολύ νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και όλοι περίμεναν με αγωνία τη «μεγάλη ώρα». Όταν ο Υψηλάντης περνούσε στη Μολδοβλαχία, στην περιοχή της Νάουσας δημιουργείται και τραγουδιέται το παρακάτω τραγούδι που αργότερα ως πατινάδα θα ενταχθεί στο έθιμο της Μπούλας. Περισσότερο λόγιο παρά δημοτικό, το τραγούδι της πατινάδας αυτής που αναφέρεται στον Υψηλάντη δείχνει καθαρά τις αναπτερωμένες κατά την εποχή εκείνη προσδοκίες του ελληνικού λαού τα όνειρα και τις ελπίδες του για λευτεριά. Σήμερα χορεύεται στη διαδρομή από την Πουλιάνα για τα Μπατάνια.

Ένα μικρό καράβι σηκώνει τα πανιά,σηκώνει την παντέρα* και πόλεμο ζητά.Απ΄ τη Βισσαραβία** του ατμουκίνητουΘα έρθει μές΄ την Πόλη, να πει του Χριστιανόνα παψουνε τα κλάμματα, τα αχ, τα βαχ, τα ωχ,με τον καλόνε πόθο θα έρθουνε και εδώ.-Τι ΄ναι το ζήτημά σου και ήρθες με θυμόωσάν αστρουπελέκι απού τον ουρανό;-Ζητώ τα Δαρδανέλλια, του όρους του Σινάζητώ τουν Άγιου Τάφου κι την Αγιά Σουφκιά.Κι ακόμα θα ζητήσου τουν Πατριάρχη μας,που τουν εκρέμασάτι για του ινάτι σας.Που τουν εκρέμασάτι κι πήρατι φλουριάκι τώρα τούνε σέρνουν οι Τούρκοι, τα σκυλιά,στης Πόλης τα σουκάκια κι σ΄όλα τα τζαμιά.Άγγλοι, Γάλλοι, Αγγλουγάλλοι, προυσέξατε καλά(ή Αγγλία και Γαλλία προυσέξατε καλά)δα διώξουμε τους Τούρκους στην Κόκκινη Μηλιά.Με την κανουνιφόρο θα έρθει μυστικώςο μέγας ούτος άνδρας ο πρίγκηψ αρχηγόςκι αυτός ου μέγας άρχων, ου πρίγκηψ αρχηγός,αν και είνι Έλλην, του Τσάρου ειν΄υπουργόςκαι εις τουν στόλου όλου ου αρχιναύαρχους. * παντέρα = σημαία (παντιέρα)** Βεσσαραβία : η ρωσική Μολδαβία, σήμερα ανεξάρτητο κράτος.  

  1. Του Σωτήρα ή Παιδιά σαν θέτε λεβεντιά   (χορός)

Το μπουλούκι φθάνει στη συνοικία Καμμένα, όπου η χορευτική διαδικασία θα επαναληφτεί. Ο καπετάνιος του μπουλουκιού θα καθορίσει ποιοί και με ποια σειρά θα σύρουν τους χορούς που επιθυμούν. Είναι άλλωστε και μια ευκαιρία οι οργανοπαίκτες να κερδίσουν κάποια χρήματα, γιατί οι συγγενείς και οι φίλοι κάθε φορά που το δικό τους παιδί σέρνει το χορό, δωρίζουν χρήματα στους οργανοπαίκτες. Ανάμεσα στις μελωδίες που μπορεί να επιλέξει ένας καλός χορευτής είναι αυτή του Σωτήρα.

 α. Του Σωτήρα

Κλέφτικος σκοπός που χορεύεται μέχρι σήμερα. Είναι από τους χορούς που προτιμούν οι καλοί χορευτές, μια και αυτός στηρίζεται στην δεξιοτεχνία του πρωτοσυρτή, όπως η Παπαδιά και ο Νταβέλης και ο Τσιάμικος. Από το κείμενο του τραγουδιού αυτής της μελωδίας έχουν διασωθεί ελάχιστοι στίχοι. Συχνά από τους χορευτές ζητιέται ως του Σωτήρη.

Σουτήρα, πας στην Ερημιά,Σουτήρα, πας στην Ερημώνα*μακριά απού τα χιόνια του χειμώναμι τουν Κουσταντή- γειά σας παλικαράκια-Ιμένα μι του είπανιΣουτήρα πάει στην Έρημου,-γεια σας πιντιά. *Ερημώνα : η ερημιά του κάμπου ή του βάλτου β. Παιδιά σαν θέτε λεβεντιά

Στην ίδια μελωδία τραγουδιέται και χορεύεται το παρακάτω κλέφτικο τραγούδι γνωστό και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

Πιντιά μ΄, σαν θέλ΄τι λιβιντιά κι κλέφτις να γινήτι,πιντιά μου, κλέφτις στα ψηλά βουνά,ρουτήστι με, του γέρουντα, πιντιά μου, τουν πρώτου καπετάνιου.Δώδικα χρόνους έκαμα στους κλέφτις καπετάνιους,ψουμί ζεστό δεν έφαγα, πιντιά μου, γλυκό κρασί δεν ήπια.-γειά σας πιντιά, έρμα πιντιά – γλυκό κρασί δεν ήπια.Για φάτι, πιέτι, βρε πιντιά, χατήτι, να χαρούμι,τούτουν του χρόνουτουν καλό, τον έλλου ποιος τουν ξέρειγια ζούμι για πιθαίνουμι για σι άλλουν κόσμου πάμι. 

  1. Μελεκές  (χορός)

Χορός ομαδικός που χορεύεται συνήθως από τους μικρούς Γιανίτσαρους, όπως περίπου ο Νιζάμικος. Σαν κείμενο του τραγουδιού έχουν διασωθεί οι παρακάτω στίχοι:

Της Κατίνγκους του φουστάνικαμιά άλλη δεν του βάνει,Τιπιλίκι* κι νταντέλαπάρ΄τη μάνα σου κι έλα. 

* τιπιλίκι : ολόκληρο το χρυσοκέντητο καπέλο της γυναικείας φορεσιάς της Νάουσας.  

  1. Νταβέλης   (χορός)

Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το χορευτικό ρεπερτόριο του εθίμου, ο Νταβέλης είναι ο δεύτερος μετά την Παπαδιά πιο σπουδαίος χορός του θιάσου και απαιτεί επιδέξιο χορευτή. Ξεκινάει αργά, αυτοσχεδιαστικά, με τα δεξιοτεχνήματα που ξέρει ο πρωτοσυρτής. Ο Νταβέλης είναι ως ένα σημείο χορός του πρώτου, ώσπου η μελωδία φτάνει στον απολυτό και τότε ο χορός γίνεται ομαδικός και τελειώνει πάλι με αυτοσχεδιάσματα του πρώτου. Όταν ο χορός γίνεται ομαδικός, οι χορευτές οδηγούνται από τον πρωτοσυρτή σε μια κίνηση κυκλική μεν, αλλά ελεύθερη με προτεταμένα τα χέρια και τελειώνουν κυκλικά, δίδοντας πάλι όλοι τα χέρια, ενώ ο πρωτοσυρτής πραγματοποιεί τα τελευταία δεξιοτεχνήματά του.

Το τραγούδι του Νταβέλη, έτσι όπως διασώζεται στη Νάουσα, είναι το παρακάτω:

Γειά σου, Νταβέλη αρχιληστή-γειά σου, Χρήστο μου Νταβέλη.Μας πήρε η μέρα κι η αυγή-ξύπνα, Νταβέλη αρχιληστή-γιατί μας πήρε μεσημέρι-γεια σου, καπιτάν Νταβέλη-Πούθε θα λημεριάσουμε-Νταβέλη, θα μας πιάσουνε-κι όπους η ζουή του θέλει,πού θα στήσουμε λημέρι-γεια σου, καπιτάν Νταβέλη.Άιντι, πέρα σι κείνου το βουνόμαύρα τα μάτια π΄αγαπώ-γειά σου, καπιτάν Νταβέλη-ικεί θα στήσουμε λημέρι-Καραράπη κι Νταβέλη. 

  1. Ο Μίλης ο περήφανος   (πατινάδα)

Ανάλογα με τον διαθέσιμο  χρόνο, μόλις χορέψουν τους χορούς με τη σειρά που ο καπετάνιος του μπουλουκιού καθορίζει, θα ξεκινήσουν πάλι με προορισμό το Κιόσκι, όπου τους περιμένει πολύς κόσμος και πολλοί από τους προύχοντες της πόλης. Η πατινάδα που θα ακουστεί τώρα από την οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου – που κάποτε ήταν ο κεντρικός δρόμος της Νάουσας- είναι ο Μίλης ο περήφανος (Μίλης είναι παραφθορά του ονόματος Αιμίλιος).

Ο Μίλης ο περήφανος κι ο Μίλης ο στρατιώτηςσέρνει μουλάρια δώδεκα κι μούλις δεκαπέντεκι η μούλα η τρανύτιρη, η βαριοφουρτουμένηαπ΄του φλουρί δε φαίνονταν κι απ΄του μαργαριτάρι.Όλου τη νύχτα περπατεί κι όλου τη νύχτα πάνει,να μην τον πιάσει ο κουρνιαχτός, να μην τον ψήση ου ήλιους.Λέει τραγούντια κλέφτικα κι τα βουνά τα λέει:-Ισείς βουνά, έρμα βουνά, χουρίς κλιψιό σε ζάτι.Κι οι κλέφτις σαν τουν άκουσαν, πάνουν κι τουν τσακώνουν.-Τι λες, τι λες, μπρε κιαρατά, τι λες, μπρε πιζιβέγκη,βαρέστι τον ντυό μαχιριές κι καταγή να πέσει.-Ξένι, από πού είν΄η μάνα σου, από πού ΄νι ου μπαμπάς σου;-Η μάνα μου απ΄τα Γιάννινα, μπαμπάς μου απ΄τα Μπιτόλια*έχου αδερφόν τρανύτερουν στους κλέφτες καπιτάνιουν.Σαν δώσαν κι αγκαλιάστηκαν, τρεις μέρις δε χουρνιούταν**. * Μπιτόλια = η πόλη Μοναστήρι, σήμερα στο κράτος των Σκοπίων (Βιτώλια)** χουρνιούταν = χώριζαν 

  1. Της Σούδας* ή της Σιάννας   (χορός)

Όταν το μπουλούκι φθάσει στο Κιόσκι, θα γίνει μεγάλος χορός. Θα χορέψουν ξανά την Παπαδιά, τον Νταβέλη, τον Νιζάμικο και ότι άλλο επιθυμούν τα παλικάρια. Ανάμεσα στις μελωδίες που συνήθως χορεύει η Μπούλα είναι και αυτή της Σούδας ή της Σιάννας.

Η μελωδία αυτή χορεύεται όπως η Μακρινίτσα και το κείμενο του τραγουδιού είναι το παρακάτω:

Απού τουν Παπαράντου ως τουν Άη Λιάη Σιάννα* μας αλλάζει, βάνει τουν αλατζιάκι βγαίνει στου σιργιάνι, ζουρλένει τα πιντιά.Απού τουν Παπαράντου ως τουν Άη Λιάέχασα ΄να μαντίλι μ΄ικατό φλουριάκι έμαθα πως του βρήκιν η κόρη του παπά.-Δώς΄μου, κόρη, το μαντίλι, κράτα τα φλουριά.-Μήτι του μαντίλι δίνου μήτι τα φλουριά,έλα να στεφανουθούμι, να κάμουμι πιντιά. * Συχνά αντικαθιστούν τα ονόματα Σούδα ή Σιάννα με άλλα αγαπημένα ονόματα. 

  1. Καμπάνα ή Δε μας φοβίζουν…   (πατινάδα)

Από την τοποθεσία Κιόσκι, όπου θα γίνει μεγάλος χορός, το μπουλούκι θα ξεκινήσει με κατεύθυνση την συνοικία Αλώνια. Από τον Άγιο Μηνά μέχρι του Μαγγαβέλα θ΄ ακουστεί η πατινάδα που την ονομάζουν Καμπάνα, γιατί από το Κιόσκι ως τον Άη Γιώργη παλαιότερα, όταν περνούσε το μπουλούκι, κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας του Άη Γιώργη. Η πατινάδα παίρνει και το όνομα «Δεν μας φοβίζουν, μάνα μου» από το δίστιχο που αναφέρεται στην προέλαση του ελληνικού στρατού στο Μπιζάνι το 1913.

Δε μας φοβίζουν – μάνα μου – οι σφαίρες τα κανόνιαμόν΄ μας φοβίζουν – μάνα μου – του Μπιζανιού τα χιόνια. 

  1. Του Ύπατρου ή Στρώσι, Λένκου, του σιντόνι   (πατινάδα)

Το τραγούδι της πατινάδας αυτής που θα παιχθεί στη διαδρομή προς τ΄ Αλώνια, αναφέρεται στον φιλικό Ύπατρο που πρώτος έφερε στη Νάουσα την είδηση για την προετοιμασία της Επανάστασης του ΄21. Σκοτώθηκε με δόλο έξω από την πόλη και η λαϊκή μούσα διέσωσε την ανάμνηση του γεγονότος με τους παρακάτω στίχους:

Από τη Σιβηρία νέους ήρθινκι μας φέρνει του χαμπέρικι ζητάει του σύνταγμα να γένειαπού μέσα απ΄του ντουβλέτι*. * ντουβλέτι : το δοβλέτι, η οθωμανική κυβέρνηση, το κράτος 

Στην ίδια μελωδία λέγεται και άλλο τραγούδι με πρώτους στίχους τους «Στρώσε, νύφη, το σεντόνι» ή Στρώσε, Λένκω, το σεντόνι». Αυτή η πατινάδα χορεύεται από τη Μητρόπολη ως τα Μπατάνια.

  1. Κατέβα Λένκου      (πατινάδα)

Από του Μαγγαβέλα μέχρι του Νίκου και πλησιάζοντας στ΄ Αλώνια, οι ζουρνατζήδες θα παίξουν μια από τις δημοφιλέστερες πατινάδες της Νάουσας, αυτή της Λένκως που το τραγούδι της είναι το ακόλουθο:

Κόρη με τα ξανθά μαλλιά κι μι τα μαύρα φρύντια,κατέβα, Λένκου μ΄, κι άνοιξι, την πόρτα την καρένια,έχου ντυό λόγια να σου πω κι ντυό να σου μιλήσουγλυκιά και ζαχαρένια, κατέβα, Λένκου μ΄, κι άνοιξι.-Δώσε μου, κόρη, φίλημα, δώσε μου μαύρα μάτια.-Ξένι, σα θέλεις φίλημα, σα θέλεις μαύρα μάτια,κάτσι, αράντιασι φλουριά σι μια κλουστή μιτάξι,πάρ΄τα κι έλα μια βραντιά κι ένα Σαββάτου βράδυπου είν΄η μάνα μ΄ στην ικκλησιά κι ου κύρης στου μπαρμπέρη,τα ντυό μ΄αδέρφια στου σκουλειό, σ΄ένα χαρτί ντιαβάζουν.Πάρ΄τα κι έλα μια βραντιά κι ένα Σαββάτου βράδυ. 

  1. Αλώνια      (πατινάδα)

Ήδη το μπουλούκι έχει πλησιάσει στο μαχαλά Αλώνια όπου θα βγούν οι προσωπάδες και τα παλικάρια θα μπορέσουν να αναπνεύσουν καλύτερα και πιο ελεύθερα, να πιούν νερό και όσοι καπνίζουν, να ευχαριστηθούν το τσιγάρο τους, αφού από την ώρα που φόρεσαν τον πρόσωπο, μόνο με ειδικές κατασκευές έπιναν νερό ή κάπνιζαν.

Τώρα φτάνοντας στην πλατεία του μαχαλά, έτσι όπως μπαίνουν ανά ζευγάρι, οι Γιανίτσαροι σηκώνουν τον πρόσωπό τους προς τα πάνω και ουσιαστικά είναι η στιγμή που το αυστηρότερο τμήμα της τελετουργίας του δρωμένου παίρνει τέλος. Η μελωδία αυτής της πατινάδας είναι από τις δημοφιλέστερες του μακεδονικού χώρου, γνωστή με διάφορα ονόματα, όπως «της Μαρίας», «Μαντιλούδι» κλπ.

Ένα Σαββάτο βράδυ – Μαρίγια (ή Μαρία)- μια Κυριακή προυίεπήρα την απόφαση- Μαρίγια- για να σι παντρευτώ.Ισύ ΄σι κι άλλη δεν είνι- Μαρίγια- σι αυτούν του μαχαλά,τα κάλλη τα δικά σου- Μαρίγια- δεν τα ΄χει άλλη καμιά.Ισύ ΄σι ΄νας καθρέφτης –Μαρίγια- του φράγκικου γυαλίπου φέγγει μες΄τη Δύση- Μαρίγια- κι στην Ανατολή.Δε σι άριζαν τ΄Αλώνια- Μαρίγια- τ΄Αλώνια μαχαλάμόν΄ σ΄ άρισ΄ η Πουλιάνα- Μαρίγια- κι ου Κάτου Μαχαλάς.Οφ, αϊμάν, γκέλ αμάν, τα τζιτζίκια σουγκελ αϊμάν, οφ, αμάν, τα μπιλιτζίκια* σου. * μπιλιτζίκια : μπιλετζίκια, βραχιόλια 

  1. Παπαδιά      (χορός)

Από τη στιγμή που ο Γιανίτσαρος βγάλει τον πρόσωπο στα Αλώνια, μπορεί να πάρει μέσα στο χορό και πολίτες, ακόμη και να τραβήξουν μπροστά στο χορό, πράγμα που δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει όλη μέρα. Εδώ μπορούν να χορέψουν οι παλιοί Γιανίτσαροι από τούτη τη συνοικία ή άλλοι που ακολουθούσαν συνεχώς το μπουλούκι. Η Παπαδιά, ο δημοφιλέστερος χορός για τους καλούς χορευτές, θα παιχτεί πολλές φορές στη διάρκεια της μακράς πορείας του μπουλουκιού.

  1. Του Νίκου      (πατινάδα)

Από τα Αλώνια το μπουλούκι θα κατευθυνθεί προς τα Γαλάκια, όπου και θα στηθεί χορός κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια. Μετά θα πάνε στο Στραβό Πλάτανο και από εκεί στο Τριώδι του Λάτση και μετά στου Λάμνια, για να καταλήξουν στα Καμμένα. Εκεί στήνεται χορός ατέλειωτος με πρωταγωνιστές τους παλιούς Γιανίτσαρους, αλλά και τους φίλους των παλικαριών που τους βοήθησαν στο ντύσιμο, τους δάνεισαν πάλες, κιουστέκια ή φλουριά και τους ακολουθούσαν όλη μέρα. Από τις τελευταίες πατινάδες που θα ακουστούν στη μακρά διαδρομή του μπουλουκιού, είναι αυτή «του Νίκου». Θα παιχτεί από τα Γαλάκια ως το Τριώδι του Λάτση. Το τραγούδι της πατινάδας αυτής δημιουργήθηκε από κάποιο πραγματικό περιστατικό γύρω στα 1900 και είναι πολύ γνωστό στην Προποντίδα και στη Θράκη. Αναφέρεται στον πνιγμό δύο παιδιών, στην γενική πίκρα που προξενεί ο χαμός τους και στην ματαιότητα των ταξιμάτων σε λίρες και φλουριά από τη μάνα για τη σωτηρία του παιδιού της, αφού η θάλασσα δεν τρώει λίρες και φλουριά αλλά «λιβέντικα πιντιά».

Μια συννιφκιασμένη μέρα κι μια σκουτινή βραντιάβάρκις πάνουν άνου κάτου κι πνιγήκαν ντυό πιντιά.Το ΄να ήτανι ου Νίκους, του Θουδώρου του πιδί,τ΄άλλου ήταν Αρμινάκι κι πνιγήκανι μαζί.Σαν του μάθανι στην πόλη, όλοι λυπηθήκανι,χήρις, μάνις, παραμάνις στα μαύρα φουριθήκανι.Κι του Νίκου η μάνα τάζει, τάζει λίρις κι φλουριά,για να βγάλουν του πιδί της ζουντανό απ΄τα νιρά.Θάλασσα δεν τρώει λίρις, θάλασσα δεν τρώει φλουριά,μόνου τρώει παλικάρια κι λιβέντικα πιντιά. 

  1. Μουσταμπέικος      (χορός)

Το μπουλούκι θα φθάσει αργά το βράδυ στη συνοικία Καμμένα μέσω της διαδρομής Γαλάκια Στραβός Πλάτανος, Τριώδι του Λάτση και Κοραή. Σ΄αυτό το διάστημα οι πατινάδες που ακούγονται είναι επαναλήψεις όσων ήδη έχουν ακουστεί από το πρωί στη μεγάλη αυτή διαδρομή, που επαναλαμβάνονται είτε κατά τις υποδείξεις του καπετάνιου του μπουλουκιού είτε κατά την πρωτοβουλία των οργανοπαικτών.

Στα Καμμένα, πρίν τα παλικάρια σφίξουν τα χέρια και χωρίσουν προσωρινά, για να πάνε στα σπίτια τους να ξεκουραστούν για λίγες ώρες, θα χορευτούν πολλοί χοροί, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Μουσταμπέϊκος, από τις δημοφιλέστερες μελωδίες της Αποκριάς στη Νάουσα. Χορεύεται κυκλικά, αλλά και με οφιοειδή σχήματα, ανάλογα με τις χορευτικές πρωτοβουλίες που μπορεί να αναπτύξει ένας καλός χορευτής. Είναι χορός που χορεύεται από όλο τον κόσμο και όχι μόνο από τις Μπούλες. Άγνωστη βέβαια παραμένει η ετυμολογία του ονόματος, παρά τη φανερή τουρκική προέλευση.

Του πιδί μας του καλόποιός του μάλουσιν αυτό,ποιός του μάλουσιν αυτόμι της μύγας του φτιρό; Έχει ου βασιλιάς κουρίτσι,έχουμι κι ΄μείς πιδί,να τ΄αρραβουνιάσουμι,να συμπιθιριάσουμι.

                       

                                                                        Νάουσα, Ιούλιος 1999

Σχολιάστε